αμετρόδικος

αμετρόδικος
ἀμετρόδικος, -ον (Α)
αυτός που επιφέρει αμέτρητες, αδιάλειπτες δίκες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμετρος + -δικος < δίκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀμετροδίκοις — ἀμετρόδικος breaking bounds of justice masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμετρος — η, ο (Α ἄμετρος, ον) 1. αυτός που δεν είναι δυνατό να μετρηθεί, ο αμέτρητος 2. πολυπληθής, αναρίθμητος, άπειρος 3. ο δίχως ποιητικό μέτρο, ο μη έμμετρος αρχ. 1. ασύμμετρος, δυσανάλογος, ανάρμοστος 2. (με ηθική σημασία) αυτός που φθάνει στην… …   Dictionary of Greek

  • δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”